χρυσόβωλος

χρυσόβωλος
χρῡσό-βωλος, ον,
A with soil of gold, i.e. containing gold,

γῆς λέπας E.Rh.921

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χρυσόβωλος — ον, Α (ποιητ. τ.) (για έδαφος) αυτός που περιέχει βώλους χρυσού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + βωλος (< βῶλος «χώμα, έδαφος»), πρβλ. καλλί βωλος] …   Dictionary of Greek

  • χρυσόβωλον — χρῡσόβωλον , χρυσόβωλος with soil of gold masc/fem acc sg χρῡσόβωλον , χρυσόβωλος with soil of gold neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βώλος — (3ος αι. π.Χ.). Νεοπυθαγόριος φιλόσοφος από την Αίγυπτο. Έγραψε πλήθος έργων γύρω από ιατρικά, γεωργικά, φιλοσοφικά θέματα κ.ά. Το πιο σημαντικό είναι τα Φυσικά, που άσκησε μεγάλη επίδραση στους Άραβες αλχημιστές και στους φιλοσόφους του Μεσαίωνα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”